ἡ (βοῦς)
1βοῦς — bullock masc/fem acc pl (attic) βοῦς bullock masc/fem nom/voc pl βοῦς bullock masc/fem nom/voc sg …
2Βοῦς ἐν αὐλίῳ. — βοῦς ἐν αὐλίῳ. См. Подножный корм …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
3βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …
4Γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι. — См. Выжми лимон, да и брось вон …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Βόδι ή Βους — Μικρή ακατοίκητη βραχονησίδα του Αιγαίου, κοντά στη Σέριφο. Ονομάστηκε έτσι γιατί από μακριά φαίνεται σαν να έχει σχήμα βοδιού. Έχει διάμετρο 536 μ. και μέγιστο υψόμετρο 131 μ. Στο νησί διαμένουν μόνο εποχιακά κτηνοτρόφοι και ψαράδες. Ονομάζεται… …
6βοσίν — βοῦς bullock masc/fem dat pl …
7βουσί — βοῦς bullock masc/fem dat pl …
8βουσίν — βοῦς bullock masc/fem dat pl …
9βοῦν — βοῦς bullock masc/fem acc sg …
10βοός — βοῦς bullock masc/fem gen sg …