ἡ (βοῦς)

  • 21Codex Regius (New Testament) — For the Icelandic manuscript, see Codex Regius. New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 019 …

    Wikipedia

  • 22волъ — ВОЛ|Ъ (137), ОУ с. Вол; бык: како бо оубо боудеть камени и дрѣво ѥдинъ съставъ. сирѣчь нераздѣльно ѥдино. или вола или конѩ. (βοός) КЕ XII, 270а; ни коневи ни волови... въ въноутрьнии дворъ манастырѩ никъгда же въводити не хощемъ. УСт XII/XIII,… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 23αγελιά — η αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγελαιὰ < αρχ. επίθ. ἀγελαῖος. Από το «ἀγελαία βοῦς» (= αγελάδα που ανήκει στην αγέλη) αποχωρίστηκε το ἀγελαία και έγινε ουσιαστικό κατά παράλειψη τού βοῦς. ΠΑΡ. αγελίδι] …

    Dictionary of Greek

  • 24βοάγριον — βοάγριον, το (Α) ασπίδα από δέρμα άγριου ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + άγριον < άγρα «κυνήγι, θήραμα» (πρβλ. ανδράγρια, τα). Η ετυμολόγηση < βους άγριος δεν φαίνεται πειστική] …

    Dictionary of Greek

  • 25βουβάλιον — βουβάλιον, το (AM) 1. είδος άγριου αγγουριού 2. πληθ. βουβάλια, τα είδος βραχιολιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι βουβάλιον < βου επιτατικό (< βους) + βάλλω, πιθ. από συσχετισμό προς τη βίαιη πτώση του ώριμου καρπού από το δέντρο με το… …

    Dictionary of Greek

  • 26εκατόμβη — Στην αρχαιότητα μεγαλόπρεπη θυσία, αρχικά εκατό βοδιών, αλλά αργότερα και άλλων ζώων αντίστοιχης αξίας. Την προσέφεραν κυρίως προς τιμήν του Δία και του Απόλλωνα (απ’ όπου προέρχεται και το επίθετο των δύο θεών εκατομβαίοι), με εξιλαστήριο σκοπό …

    Dictionary of Greek

  • 27βῶν — βάζω speak fut part act masc voc sg βάζω speak fut part act neut nom/voc/acc sg βάζω speak fut part act masc nom sg (attic epic ionic) βοῦς bullock masc/fem acc sg (epic) βοῦς bullock masc/fem gen pl (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 28βόα — βόᾱ , βόα fish fem nom/voc/acc dual βόᾱ , βόα fish fem nom/voc sg (doric aeolic) βόᾱ , βοάω cry aloud pres imperat act 2nd sg βόᾱ , βοάω cry aloud imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) βοῦς bullock masc/fem acc sg βοῦς bullock neut… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 29τἀκριβοῦς — ἀκρῑβοῦς , ἀκριβής exact masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) ἀκρῑβοῦς , ἀκριβόω make exact pres ind act 2nd sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 30ἀκριβοῦς — ἀκρῑβοῦς , ἀκριβής exact masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) ἀκρῑβοῦς , ἀκριβόω make exact pres ind act 2nd sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)