ἡσύχασα
1ἡσύχασα — ἡσύχᾱσα , ἡσυχάω aor ind act 1st sg (doric aeolic) ἡσυχάζω keep quiet aor ind act 1st sg ἡσυχάζω keep quiet aor ind act 1st sg (homeric ionic) …
2καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …
3ησυχάζω — ησυχάζω, ησύχασα, ησυχασμένος βλ. πίν. 35 …
4(η)συχάζω — ησύχασα, ησυχασμένος 1. αμτβ., ηρεμώ, είμαι ήσυχος: Μόνον αν πεθάνει θα ησυχάσει. – Ησυχάζει το σπίτι όταν φεύγει το παιδί. 2. αναπαύομαι, κοιμάμαι: Έπεσε στο κρεβάτι για να ησυχάσει λίγο. 3. απαλλάσσομαι από ανησυχίες ή πόνους: Αν δεν έβλεπε με… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5αναύξητος — η, ο 1. αυτός που δεν αυξήθηκε, αμεγάλωτος: Η πατρική περιουσία έμεινε αναύξητη. 2. (γραμμ.), «αναύξητα ρήματα», τα ρήματα που δεν παίρνουν αύξηση, π.χ. αρχίζω άρχισα, ορίζω όρισα, ησυχάζω ησύχασα, καθίζω κάθισα κτλ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6πονοκέφαλος — ο 1. πόνος στο κεφάλι, κεφαλόπονος, κεφαλαλγία: Δεν ησύχασα όλη τη μέρα από τον πονοκέφαλο. 2. μτφ., πρόβλημα δύσκολο, υπόθεση δυσχερής: Μεγάλος πονοκέφαλος τα κληρονομικά μας θέματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7ἡσυχάσας — ἡσυχά̱σᾱς , ἡσυχάω pres part act fem acc pl (doric) ἡσυχά̱σᾱς , ἡσυχάω pres part act fem gen sg (doric) ἡσυχά̱σᾱς , ἡσυχάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἡσυχά̱σᾱς , ἡσυχάζω keep quiet fut part act fem acc pl… …
8ἡσυχάσασα — ἡσυχά̱σᾱσα , ἡσυχάω aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἡσυχάσᾱσα , ἡσυχάζω keep quiet aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
9ἡσυχάσασαν — ἡσυχά̱σᾱσαν , ἡσυχάω aor part act fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἡσυχάσᾱσαν , ἡσυχάζω keep quiet aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …
10ἡσυχάσασι — ἡσυχά̱σᾱσι , ἡσυχάω aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) ἡσυχάσᾱσι , ἡσυχάζω keep quiet aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …
- 1
- 2