ἡρωϊκῶς τελευτῆσαι

  • 1ηρωικός — ή, ό (Α ἡρωϊκός, ή, όν) [ήρως] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα ή στους ήρωες («κατά τους ηρωικούς χρόνους») 2. αυτός που αρμόζει σε ήρωα («ηρωική αρετή») νεοελλ. αυτός που έχει ιδιότητες ήρωα, ο γενναίος μέχρι σημείου αυτοθυσίας αρχ.… …

    Dictionary of Greek