ἡνίαι
1ἡνίαι — ἡνία 2 bridle fem nom/voc pl ἡνίᾱͅ , ἡνία 2 bridle fem dat sg (attic doric aeolic) …
2ἡνίᾳ — ἡνίαι , ἡνία 2 bridle fem nom/voc pl ἡνίᾱͅ , ἡνία 2 bridle fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ηνία — Οι δερμάτινοι ιμάντες, γνωστοί και ως γκέμια, που προσδένονται στους δακτυλίους που βρίσκονται στις δύο άκρες του χαλιναριού και χρησιμεύουν στην οδήγηση ενός υποζυγίου. Το είδος των η. διαφέρει ανάλογα με το αν ο οδηγός είναι έφιππος, πεζός ή… …
4PHLEOS seu PHLEUM — PHLEOS, seu PHLEUM Graece φλεὼς, herba palustris sine spinis. e qua vestes et retia texebantur, Iones φλοῦν dicebant. Unde φλοΐνη ἐςθὴς Herodoto l. 3. Et φλοΐναι σπυρίδες ac ψίαθοι Euriptdi, et φλοΐναι ἡνίαι, Polluci. Ad vitilia certe et nexus,… …
5ευήνιος — ο (ΑΜ εὐήνιος, ον) 1. ο υπάκουος στα ηνία, αυτός που κυβερνιέται εύκολα με χαλινάρι (α. «εὐήνια ὀχήματα» β. «ἵπποι εὐηνιώτατοι», Πλάτ.) 2. (για ανθρώπους) αυτός που χειραγωγείται εύκολα, ο εύπλαστος μσν. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εὐήνια με υπακοή …
6ζευκτικός — ζευκτικός, ή, όν (Α) [ζευκτός] 1. (το θηλ. ως επίθ. τής Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο κρεβάτι τον άντρα με τη γυναίκα 2. φρ. «ζευκτικαὶ ἡνίαι» η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα …
7κατανωτιαίος — α, ο (Α κατανωτιαῑος, αία, ον) αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται στα νώτα («ἡνίαι κατανωτιαῑαι» τα χαλινάρια κατά μήκος τής ράχης τού αλόγου, Ιουλ. Πολυδ.) …
8ἡνί' — ἡνία , ἡνία 1 reins neut nom/voc/acc pl ἡνίαι , ἡνία 2 bridle fem nom/voc pl ἡνίᾱͅ , ἡνία 2 bridle fem dat sg (attic doric aeolic) ἡνία , ἡνίον reins neut nom/voc/acc pl …