ἡνίας εὔϑυνε παλιντόνους

  • 1παλίντονος — παλίντονος, ον (Α) 1. (για τόξο) ελαστικός, αυτός που τεντώνει και επανέρχεται στην προηγούμενη θέση του («παλίντονα τόξα τιταίνων», Ομ. Ιλ.) 2. ο προς τα πίσω τεντωμένος («Ἔρως... ἡνίας εὔθυνε παλιντόνους», Αριστοφ.) 3. αυτός που προέρχεται από… …

    Dictionary of Greek