ἡμίπλεθρον
1ημίπλεθρον — ἡμίπλεθρον, τὸ (Α) μονάδα μέτρησης εμβαδού ίση προς μισό πλέθρο, δηλαδή με πενήντα τετραγωνικούς πόδες …
2ἡμίπλεθρον — half neut nom/voc/acc sg …
3ἡμιπλέθρου — ἡμίπλεθρον half neut gen sg …
4ἡμίπλεθρα — ἡμίπλεθρον half neut nom/voc/acc pl …
5-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …
6ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …