ἡμίκοπος
1ημίκοπος — ἡμίκοπος, ον (Α) πάπ. κομμένος σε δύο ίσα μέρη …
2ἡμίκοπος — half mangled masc/fem nom sg …
3ἡμίκοπον — half mangled neut nom/voc/acc sg ἡμίκοπος half mangled masc/fem acc sg ἡμίκοπος half mangled neut nom/voc/acc sg …
4ημίκοπτος — ἡμίκοπτος, ον (Α) ημίκοπος …
5ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …
6ἡμίκοπα — ἡμίκοπον half mangled neut nom/voc/acc pl ἡμίκοπος half mangled neut nom/voc/acc pl …