ἡμίκακος
1ημίκακος — ἡμίκακος, ον (Α) εν μέρει κακός, φαύλος. επίρρ... ἡμικάκως (Α) με ημίκακο τρόπο, με φαύλο τρόπο …
2ἡμικάκως — ἡμίκακος half a villain adverbial ἡμίκακος half a villain masc/fem acc pl (doric) …
3ἡμίκακον — ἡμίκακος half a villain masc/fem acc sg ἡμίκακος half a villain neut nom/voc/acc sg …
4ἡμικάκους — ἡμίκακος half a villain masc/fem acc pl …
5ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …
6κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …