ἡμιδανάκη

  • 1ημιδανάκη — ἡμιδανάκη, ή και ἡμιδανάκιον, το (Α) περσικό νόμισμα, το ήμισυ της δανάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δανάκη*] …

    Dictionary of Greek

  • 2ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …

    Dictionary of Greek