ἡμερήσιος
1ἡμερήσιος — of the day masc nom sg …
2ημερήσιος — Ο καθημερινός, αυτός που διαρκεί μία ημέρα.η. διάταξη. Το σύνολο των ζητημάτων που πρόκειται να συζητηθούν από ένα σώμα, ιδιαίτερα νομοθετικό, μία ορισμένη ημέρα. η. κίνηση του ουρανού.Η περιστροφή της ουράνιας σφαίρας μέσα σε 24 ώρες ή… …
3ημερήσιος — α, ο 1. καθημερινός: Ημερήσιος τύπος. 2. αυτός που διαρκεί μία ημέρα: Ημερήσια εκδρομή. 3. ημερήσια διάταξη (το σύνολο των θεμάτων που πρόκειται να συζητηθούν σε μια συνεδρίαση): Η Βουλή συζήτησε όλα τα θέματα που είχαν εγγραφεί στην ημερήσια… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Ημερήσιος Κήρυξ — Ονομασία καθημερινών εφημερίδων. 1. Εκδόθηκε το 1933 από τον I. Πασσά και συνέχισε την έκδοσή της έως το 1936. Το 1928, εξάλλου, ο Ι. Πασσάς ίδρυσε την καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα Ημερήσιος Τύπος, που συνέχισε την έκδοσή της έως το 1932. 2.… …
5ἡμερησίων — ἡμερήσιος of the day fem gen pl ἡμερήσιος of the day masc/neut gen pl …
6ἡμερήσιον — ἡμερήσιος of the day masc acc sg ἡμερήσιος of the day neut nom/voc/acc sg …
7ἡμερησίαις — ἡμερήσιος of the day fem dat pl …
8ἡμερησίη — ἡμερήσιος of the day fem nom/voc sg (epic ionic) …
9ἡμερησίην — ἡμερήσιος of the day fem acc sg (epic ionic) …
10ἡμερησίοις — ἡμερήσιος of the day masc/neut dat pl …