ἡμερολεγδόν
1ημερολεγδόν — ἡμερολεγδόν (Α) επίρρ. 1. με αρίθμηση τών ημερών 2. με μορφή ημερολογίου 3. σε συγκεκριμένη μέρα, ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + λεγ δόν (< λέγ ω), πρβλ. δια λεγ δόν] …
2ἡμερολεγδόν — bycount of days indeclform (adverb) …
3ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …
4τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …