ἡμί-χουν

  • 1ημίχους — ἡμίχους, ουν και οος, οον (Α) 1. αυτός που περιέχει μισόν χουν 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμίχουν μισός χους, αγγείο ή μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + χους «μέτρο υγρών»] …

    Dictionary of Greek