ἡλιώδης
1ἡλιώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) ἡλιώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἡλιώδης masc/fem nom sg …
2ηλιώδης — ἡλιώδης, ες (Α) αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, ο ηλιοειδής («μῆλα ἡλιώδη, Φιλόστρ.). επίρρ... ἡλιωδῶς (Μ) κατά την ομοιότητα τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] …
3ἡλιώδει — ἡλιώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἡλιώδης masc/fem/neut dat sg ἡλιώδεϊ , ἡλιώδης dat sg (epic) …
4ἡλιώδη — ἡλιώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡλιώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡλιώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) …
5ἡλιῶδες — ἡλιώδης masc/fem voc sg ἡλιώδης neut nom/voc/acc sg …
6ἡλιώδεις — ἡλιώδης masc/fem acc pl ἡλιώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
7ἡλιωδῶς — ἡλιώδης adverbial (attic epic doric) …
8ἡλιώδους — ἡλιώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …
9ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …
10ηλιοειδής — ἡλιοειδής, ές (AM, Α και ἡλιώδης) αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, αυτός που λάμπει και ακτινοβολεί όπως ο ήλιος. επίρρ... ἡλιοειδῶς (AM) λαμπρά όπως ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + ειδης (< είδος), πρβλ. κυματο ειδής, σφαιρο ειδής] …