ἡλικίᾳ
1ἡλικία — ἡλικίᾱ , ἡλικία time of life fem nom/voc/acc dual ἡλικίᾱ , ἡλικία time of life fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …
3ηλικία — η 1. το χρονικό διάστημα από τη γέννηση κάποιου όντος ως τότε που γίνεται λόγος γι αυτό: Παντρεύτηκε σε ηλικία 30 χρονών. – Ο Παρθενώνας έχει ηλικία γύρω στα 2.500 χρόνια. 2. κάποια περίοδος της ζωής του ανθρώπου: Εφηβική ηλικία. – Ώριμη ηλικία.… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἡλικίᾳ — ἡλικίαι , ἡλικία time of life fem nom/voc pl ἡλικίᾱͅ , ἡλικία time of life fem dat sg (attic doric aeolic) …
5ἡλικίας — ἡλικίᾱς , ἡλικία time of life fem acc pl ἡλικίᾱς , ἡλικία time of life fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἡλικίαι — ἡλικία time of life fem nom/voc pl ἡλικίᾱͅ , ἡλικία time of life fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ἡλικίαν — ἡλικίᾱν , ἡλικία time of life fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ἡλικιέων — ἡλικία time of life fem gen pl (epic ionic) …
9ἡλικιῶν — ἡλικία time of life fem gen pl …
10ἡλικίαις — ἡλικία time of life fem dat pl …