ἡλικίᾳ

  • 101Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …

    Dictionary of Greek

  • 102Πρίστλεϊ, Τζόζεφ — (Priestley, Φίλντχεντ [Λιντς] 1733 – Νορθάμπερλαντ [Πενσυλβανία ΗΠΑ] 1804). Άγγλος φιλόσοφος και χημικός. Ορφανός από μητέρα σε ηλικία 7 ετών, πέρασε δύσκολα χρόνια και ανατράφηκε από μία θεία του σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες των… …

    Dictionary of Greek

  • 103Ροσέτι — (Rossetti). Όνομα αγγλικής οικογένειας καλλιτεχνών, ιταλικής καταγωγής. 1. Κριστίνα Τζορτζίνα (1830 – 1894). Ποιήτρια, αδελφή του προηγούμενου. Ασχολήθηκε με την ποίηση από νεαρή ηλικία. Τα ποιήματά της εκφράζουν τη βαθύτατη θρησκευτικότητά της… …

    Dictionary of Greek

  • 104Σούμαν — (Schumann). Επώνυμο δύο Γερμανών συνθετών. 1. Ρόμπερτ Αλεξάντερ. (Τσβίκαου 1810 Έντενιχ 1856). Σε ηλικία έξι ετών άρχισε να παίρνει μαθήματα μουσικής και γρήγορα έδειξε τόσο βαθιά και πλήρη κλίση προς τη μουσική, ώστε να μπορεί να λεχθεί πως για… …

    Dictionary of Greek

  • 105Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια …

    Dictionary of Greek

  • 106Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 107Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …

    Dictionary of Greek

  • 108Χέντελ, Γκέοργκ Φρίντριχ — (Hδndel, Χάλε επί του Ζάαλε 1685 – Λονδίνο 1759). Γερμανός συνθέτης. Σύγχρονος του Μπαχ, αλλά αναθρεμμένος μέσα σε μια οικογένεια χωρίς μουσικά ενδιαφέροντα και μάλιστα εχθρική προς τη μουσική, ο X. θεωρείται συχνά ως ο μουσικός που συμπληρώνει… …

    Dictionary of Greek

  • 109Μαχάων — Έντομο της οικογένειας των παπιλιονιδών, της τάξης των λεπιδοπτέρων. Η επιστημονική ονομασία του είναι Papilio machaon. Πρόκειται για ημερόβια πεταλούδα, η οποία συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες της Ευρώπης, καθώς το μέγεθός της φτάνει τα 6,4 10… …

    Dictionary of Greek

  • 110Μιθριδάτης — Όνομα διαφόρων βασιλιάδων του Πόντου και της Περγάμου. Η σειρά των βασιλιάδων αυτών αρχίζει με τον M. A’, που στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ίδρυσε το βασίλειο του Πόντου. Οι σημαντικότεροι βασιλείς με το όνομα Μ. είναι οι ακόλουθοι: 1. Σατράπης του …

    Dictionary of Greek