ἡλιαῖα
1ἡλιαία — ἡλιαίᾱ , ἡλιαία public place fem nom/voc/acc dual ἡλιαίᾱ , ἡλιαία public place fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἡλιαίᾳ — ἡλιαίᾱͅ , ἡλιαία public place fem dat sg (attic doric aeolic) …
3Ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… …
4ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… …
5ἡλιαίας — ἡλιαίᾱς , ἡλιαία public place fem acc pl ἡλιαίᾱς , ἡλιαία public place fem gen sg (attic doric aeolic) …
6Гелиэя — (ήλιαία) афинский суд присяжных, учрежденный Солоном (в VI в. до Р. Х.). В нем, по мысли законодателя, могли принимать участие в качестве судей все граждане не моложе 30 лет; в действительности, однако, теты (четвертый, беднейший класс населения) …
7ἡλιαίαν — ἡλιαίᾱν , ἡλιαία public place fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ГЕЛИЕЯ — • Ήλιαία, η̉λιαστής, η̉λιάζεσθαι, примыкающая, по всей вероятности, к площади, была самым большим афинским судилищем (первоначально название это обозначало вообще собрание, как и слово ε̉κκλησία), по имени которого и коллегия судей… …
9αλής — ἁλής, ὲς (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ. αθρόα, συγκεντρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος… …
10РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …