ἡλιαῖα

  • 31ηλίαση — Μορφή θερμοπληξίας που προκαλείται από παρατεταμένη έκθεση του κεφαλιού σε έντονο ήλιο χωρίς κάλυμμα. Είναι συχνή στις τροπικές περιοχές, αλλά δεν είναι σπάνια και στα δικά μας γεωγραφικά πλάτη. Συμβαίνει κυρίως σε εξασθενημένα άτομα και… …

    Dictionary of Greek

  • 32ηλιάζομαι — ἡλιάζομαι (Α) [Ηλιαία] είμαι μέλος τού δικαστηρίου τής Ηλιαίας, είμαι ηλιαστής …

    Dictionary of Greek

  • 33ηλιαίη — ἡλιαίη, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. ηλιαία …

    Dictionary of Greek

  • 34ποδοκάκκη — και εσφ. γρφ ποδοκάκη, η, ΜΑ ξύλινο όργανο βασανισμού, με το οποίο δένονταν τα πόδια τών καταδίκων για τιμωρία ή τών δούλων για να μην αποδράσουν («δεδέσθαι δ ἐν τῇ ποδοκάκκῃ ἡμέρας πέντε τὸν πόδα, ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία», Νομ., Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 35τρίγωνο — Γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει αν τρία σημεία, τα οποία δεν βρίσκονται σε ευθεία, συνδεθούν ανά δύο με ευθύγραμμα τμήματα. Τα τρία τμήματα των ευθειών καλούνται πλευρές και τα σημεία κορυφές του τ. Ως προς τις πλευρές, το τ. μπορεί να είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 36Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …

    Dictionary of Greek

  • 37αικίας δίκη — Κατά την αρχαιότητα, ειδική δίκη του αττικού δικαίου, για την περίπτωση σωματικής κάκωσης με πρόθεση να ταπεινωθεί ο κακοποιούμενος. Ο παθών είχε δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση από την Ηλιαία, και από την έγκλησή του δεν χωρούσε παραίτηση …

    Dictionary of Greek

  • 38Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… …

    Dictionary of Greek

  • 39ἡλιαίης — ἡλιάω to be like the sun pres opt act 2nd sg ἡλιαία public place fem gen sg (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 40u̯el-3 —     u̯el 3     English meaning: to press, push     Deutsche Übersetzung: “drängen, pressen, zusammendrängen, einschließen”     Material: Hom. εἴλω (*Fέλ νω); Inf. Aor. ἔλσαι and with suggestion ἐέλσαι, Aor. pass. ἐάλην, ἀλήμεναι, ep. Ion. εἰλέω… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary