ἡδυ-μιγής

  • 1ηδυμιγής — ἡδυμιγής, δωρ. τ. ἁδυμιγής, ές (Α) αυτός που έχει αναμιχθεί ευχάριστα, που αποτελεί ευχάριστο μίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μιγής (< μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ε μίγ ην), πρβλ. α μιγής, συμ μιγής] …

    Dictionary of Greek