ἡδυλίζω
1ηδυλίζω — ἡδυλίζω (Α) [ηδύλος] 1. λέγω λόγους ευχάριστους και αρεστούς, κολακεύω, θωπεύω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡδυλίσαι συνουσιάσαι» …
2ἡδυλίσαι — ἡδυλίζω flatter aor inf act ἡδυλίσαῑ , ἡδυλίζω flatter aor opt act 3rd sg …
3ἡδυλίζειν — ἡδυλίζω flatter pres inf act (attic epic) …
4ηδυλισμός — ἡδυλισμός, ὁ (AM) [ἡδυλίζω] 1. το να λέει κανείς γλυκόλογα, η θωπεία, η κολακεία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡδυλισμός συνουσία» …