1ηγεμόσυνα — ἡγεμόσυνα, τά (Α) (ενν. ιερά) ευχαριστήρια θυσία για ασφαλή καθοδήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *ηγεμόσυνος (< ηγεμών + οσυνος)] …
Dictionary of Greek
2ἡγεμόσυνα — thank offerings for safe conduct neut nom/voc/acc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)