ἡβητικός
1ηβητικός — ἡβητικός, ή, όν (Α) [ηβητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη ή είναι κατάλληλος για την ήβη, ο νεανικός («ἡβητικοί λόγοι», Ξεν.) …
2ἡβητικῶν — ἡβητικός youthful fem gen pl ἡβητικός youthful masc/neut gen pl …
3ἡβητικήν — ἡβητικός youthful fem acc sg (attic epic ionic) …
4ηβικός — ή, ό (Α ἡβικός, ή, όν) [ήβη] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη («ηβική χώρα») 2. ανατ. «ηβική σύμφυση» εύκαμπτη ινοχόνδρινη συνάρθρωση τών δύο ηβικών οστών στη μέση γραμμή τού πρόσθιου κάτω τμήματος τής κοιλιακής χώρας αρχ.… …
5ἡβητικάς — ἡβητικά̱ς , ἡβητικός youthful fem acc pl …