ἡβηδόν
1ηβηδόν — ἡβηδόν (Α) επίρρ. 1. κατά την εφηβική ηλικία («ἅπαντες ἡβηδόν», Ηρόδ.) 2. από την εφηβική ηλικία και πάνω («τοὺς ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάξαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + κατάλ. επιρρ. δόν (πρβλ. βαθμη δόν, σχε δόν)] …
2ἡβηδόν — from the youth upwards indeclform (adverb) …
3ορχιδόν — ὀρχιδόν ή ὀρχηδόν (Α) επίρρ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡβηδόν» 2. κατά σειρά, ο ένας μετά τον άλλο ή, κατ άλλη ερμ., με την προϋπόθεση ότι είναι έφηβοι («ἔμελλον λέξεσθαι ὀρχηδὸν ἕκαστος δέκα δραχμάς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀρχιδόν / ὀρχηδόν… …
4-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …
5ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας …
6πανηβηδόν — Μ επίρρ. όλοι μαζί οι έφηβοι, όλη μαζί η νεολαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἡβηδόν «κατά την εφηβική ηλικία»] …