ἠέριος
1ηέριος — ἠέριος, ίη, ον (Α) 1. πρωινός, αυγινός («ἠερίη δ ἀνέβη μέγαν οὐρανόν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τόπο) εκτεθειμένος στον αέρα, ευήνεμος 3. (για πτηνά) αυτός που ζει, που πετά στον αέρα 4. αυτός διά μέσου τού οποίου δύσκολα μπορεί να δει κανείς, ομιχλώδης… …
2ἠέριος — ἀέριος misty masc/fem nom sg (ionic) ἠέριος misty masc nom sg …
3ἠερίαις — ἠέριος misty fem dat pl …
4ἠερίη — ἠέριος misty fem nom/voc sg (epic ionic) …
5ἠερίην — ἠέριος misty fem acc sg (epic ionic) …
6ἠερίης — ἠέριος misty fem gen sg (epic ionic) …
7ἠερίῃ — ἠέριος misty fem dat sg (epic ionic) …
8ἠερίῃς — ἠέριος misty fem dat pl (epic ionic) …
9ἠερίῃσιν — ἠέριος misty fem dat pl (epic ionic) …
10ἠέριαι — ἠέριος misty fem nom/voc pl …
Страницы