ἠϋγενής
1ἠυγενής — εὐγενής well born masc/fem nom sg (epic) …
2ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… …
3ηϋγένειος — ἠυγένειος και ἠυγενής, ές (Α) επικ. τ. αντί εὐγένειος, εὐγενής …