ἠϊόεις
1ηιόεις — ἠϊόεις, εσσα, εν (Α) 1. (πιθ. ερμην.) αυτός που έχει ψηλές, απότομες όχθες («καθεῑσεν ἐπ ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει πολλά καλάμια, πλούσιος σε καλαμιώνες 3. πιθ. λιβάδι 4. αυτός που βρίσκεται ή που έρχεται κοντά στην ακτή.… …
2ἠιόεις — haunting the shore masc nom sg …
3ἠιόεν — ἠιόεις haunting the shore masc voc sg ἠιόεις haunting the shore neut nom/voc sg …
4ἠιόεντα — ἠιόεις haunting the shore neut nom/voc/acc pl ἠιόεις haunting the shore masc acc sg …
5ἠιόεντι — ἠιόεις haunting the shore masc/neut dat sg …
6ᾐόεις — ἠιόεις haunting the shore masc nom sg …
7ηιών — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Μακεδονίας. Στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, σε απόσταση 25 σταδίων από την Αμφίπολη, o Ξέρξης κατασκεύασε κοντά της γέφυρα για να περάσει ο περσικός στρατός στη Μακεδονία. Αργότερα, o Πέρσης στρατηγός… …