ἠχώ
1Ἠχῶ — Ἠχώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἠχώ fem acc sg …
2ηχώ — ηχώ, ήχησα βλ. πίν. 73 …
3Ἠχώ — fem nom sg …
4ἠχώ — echo fem nom sg …
5ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… …
6ἠχῶ — ἠχέω sound pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἠχέω sound pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἠχώ echo fem acc sg ἠχώ echo fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
7ηχώ — ησα, αμτβ. 1. παράγω ήχο, βουίζω: Ήχησε η σάλπιγγα. 2. μτφ., αφήνω απήχηση, δημιουργώ εντύπωση, ακούομαι ευχάριστα ή δυσάρεστα: Τα λόγια του ήχησαν άσχημα. η ώς (μόνον στον εν.), αντίλαλος, φαινόμενο που οφείλεται στην ανάκλαση του ήχου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8ἤχῳ — ἤ̱χῳ , ἦχος sound masc dat sg …
9Ἠχοῦς — Ἠχώ fem nom/voc pl Ἠχώ fem gen sg …
10ἠχοῦς — ἠχώ echo fem gen sg ἠχώ echo fem nom/voc pl …