ἠχώ

  • 51ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… …

    Dictionary of Greek

  • 52σιωπώ — σιωπῶ, άω, ΝΜΑ, και σωπώ Ν, και σωπῶ, άω, ΜΑ (αμτβ.) τηρώ σιωπή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω νεοελλ. δεν ηχώ ή παύω να ηχώ («η καμπάνα σιώπησε») αρχ. 1. καθίσταμαι βουβός, χάνω τη φωνή μου, βουβαίνομαι 2. (για μέλισσες) ησυχάζω, ηρεμώ 3. (μτβ.) φυλάγω …

    Dictionary of Greek

  • 53σονάρω — Ν 1. είμαι ηχηρός 2. παίζω μουσικό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sonare «ηχώ» < λατ. sono «ηχώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 54σονάτα — (Μουσ.). Όρος που χαρακτήριζε, ήδη από το 17o αι., μια σύνθεση μουσικής δωματίου για ένα ή περισσότερα όργανα (canzone da sonar = τραγούδι για να εκτελείται από μουσικά όργανα), σε αντίθεση με τις συνθέσεις για φωνές, όπως η καντάτα και το… …

    Dictionary of Greek

  • 55συμβρέμω — Α ηχώ δυνατά μαζί με άλλον («ἥ τε θάλασσα συνέβρεμε καὶ ὁ οὐρανὸς συνεπήχει», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βρέμω «ηχώ, βουίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 56συμφθέγγομαι — Α 1. ηχώ σε συμφωνία με άλλον («ἡ λύρα συμφθέγγεται τῷ χρωμένῳ», Πλούτ.) 2. συνδιαλέγομαι, συναναστρέφομαι 3. μτφ. συμφωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φθέγγομαι «λέγω, ηχώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 57υποβρέμω — Α βουίζω, ηχώ από κάτω («κελαινὸς δ Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γαῑ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρέμω «ηχώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 58υποσμαραγώ — έω, Α (ποιητ. τ.) ηχώ, βουίζω αποκάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σμαραγῶ «κάνω θόρυβο, ηχώ, βουίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 59υποτοβώ — έω, Α αντηχώ, ηχώ σαν απάντηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀτοβῶ «ηχώ, θορυβώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 60φερέφωνο — το 1. ηχώ, αντίλαλος. 2. μέσο που μεταφέρει τη φωνή: Αυτή η εφημερίδα είναι το φερέφωνο του κόμματος. 3. μτφ., άνθρωπος που πιστά μιμείται και αντιγράφει τους άλλους σε όλα, η ηχώ άλλου: Είναι φερέφωνο του ηθοποιού που θαυμάζει. 4. μτφ., άνθρωπος …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)