ἠχώ

  • 121απήχηση — Στιχουργικό παιχνίδι που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες επιγραμματοποιοί της αλεξανδρινής εποχής και το οποίο μιμήθηκαν οι μεταγενέστεροι Ιταλοί ποιητές. Χρήση του κάνει και o Γεώργιος Χορτάτσης στο δραματικό του ειδύλλιο Πανώρια. * * * η (Α… …

    Dictionary of Greek

  • 122απηχώ — (Α ἀπηχῶ, έω) νεοελλ. δίνω την απήχηση, τον αντίχτυπο από κάποιο γεγονός αρχ. 1. αντηχώ 2. λέγω, εκστομίζω 3. ηχώ παράφωνα …

    Dictionary of Greek

  • 123αποσυρίζω — ἀποσυρίζω (Α) 1. σφυρίζω αμέριμνα 2. ( ομαι) ηχώ, ακούγομαι σαν σφύριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + συρίζω (Ι) < σύριγξ «αυλός»] …

    Dictionary of Greek

  • 124αποφθέγγομαι — (AM ἀποφθέγγομαι) εκφέρω τη γνώμη μου απροκάλυπτα με παρρησία αρχ. 1. λέω απόφθεγμα, αποφαίνομαι 2. (για αγγεία) ηχώ, καμπανίζω …

    Dictionary of Greek

  • 125αποψοφώ — (Α ἀποψοφῶ, έω) νεοελλ. (για κοπάδι) καταστρέφομαι τελείως αρχ. 1. κλάνω 2. ηχώ δυνατά …

    Dictionary of Greek

  • 126απόηχος — ο 1. ο ήχος που προέρχεται από αντανάκλαση, αντίλαλος, η ηχώ 2. ο ασθενής λόγω απόστασης ήχος, ο ήχος που εξασθενίζει, που βρίσκεται στο τέλος του 3. η εντύπωση ή η κατάσταση που επακολουθεί μετά από ένα σημαντικό συμβάν, ο αντίκτυπος …

    Dictionary of Greek

  • 127αραβώ — ἀραβῶ ( έω) (Α) [άραβος] 1. ηχώ, κάνω κρότο 2. (για τα δόντια) τρίζω …

    Dictionary of Greek

  • 128αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …

    Dictionary of Greek