ἠχώ

  • 111αμφαραβώ — ἀμφαραβῶ ( έω) και ἀμφαραβίζω (Α) κροτώ, ηχώ, κουδουνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἀραβῶ «κροταλίζω, κουδουνίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 112αμφαϋτέω — ἀμφαϋτέω (Α) (μόνο σε τμήση) ηχώ ολόγυρα, αντηχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + αρχ. ἀϋτέω, ποιητ. τ. στον Όμηρο και καμιά φορά στους τραγικούς, που εκφράζει την έννοια τής κραυγής, και ιδιαίτερα τής πολεμικής κραυγής] …

    Dictionary of Greek

  • 113ανακελαδώ — εω (Μ ἀνακελαδῶ) [ἀνακέλαδος] 1. ηχώ, θορυβώ, κελαρίζω 2. ξανακελαηδώ …

    Dictionary of Greek

  • 114αντήχηση — Το φαινόμενο της ενίσχυσης του ήχου ο οποίος παράγεται μέσα σε έναν σχετικά περιορισμένο χώρο, εξαιτίας της συμβολής των ανακλώμενων κυμάνσεων. Για να συμβεί το φαινόμενο αυτό της α., πρέπει να υπάρχει μεταξύ των πηγών του ήχου και του εμποδίου… …

    Dictionary of Greek

  • 115αντίπεμψις — ἀντίπεμψις, η (Α) αντήχηση, ηχώ …

    Dictionary of Greek

  • 116αντανάκλαση — η (AM ἀντανάκλασις) 1. αλλαγή κατεύθυνσης των φωτεινών ακτίνων όταν προσπέσουν σε λεία και στιλπνή επιφάνεια 2. (για ήχο) αντήχηση, ηχώ νεοελλ. έμμεση επίδραση ενέργειας ή κατάστασης μσν. φωταύγεια, αίγλη …

    Dictionary of Greek

  • 117αντηχώ — (AM ἀντηχῶ, έω) ανακλώ ήχο, αντιλαλώ νεοελλ. ηχώ, ακούγομαι αρχ. 1. αφιερώνω τραγούδι σε κάποιον ή τραγουδώ για κάποιο γεγονός 2. (για μουσικές χορδές) κάνω αντήχηση 3. εκφράζω αντίθεση με φωνές 4. αντιλέγω …

    Dictionary of Greek

  • 118αντιβροντώ — (Α ἀντιβροντῶ, άω) νεοελλ. 1. βροντώ, ηχώ 2.αντηχώ αρχ. βροντάω κι εγώ (σαν τον Δία) ή θορυβώ όπως ο αντίπαλός μου …

    Dictionary of Greek

  • 119αντιδονώ — (Μ ἀντιδονῶ) 1. αντηχώ, ήχώ 2. βγάζω ήχο χαρούμενο ή θρηνητικό …

    Dictionary of Greek

  • 120αντιφωνώ — (AM ἀντιφωνῶ, έω) απαντώ σε προσφώνηση μσν. νεοελλ. ψάλλω τα αντίφωνα αρχ. 1. απαντώ, αποκρίνομαι 2. αποκρίνομαι μεγαλόφωνα 3. (για λύρα) απαντώ, ηχώ με ερωτικές μελωδίες 4. αποκρίνομαι με επιστολή 5. βρίσκομαι σε διαφωνία, σε ασυμφωνία με… …

    Dictionary of Greek