ἠρύγγιον
1ηρύγγιον — ἠρύγγιον, το (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* …
2ἠρύγγιον — neut nom/voc/acc sg …
3ἠρυγγίου — ἠρύγγιον neut gen sg …
4ἠρυγγίων — ἠρύγγιον neut gen pl …
5ἠρυγγίῳ — ἠρύγγιον neut dat sg …
6ἠρύγγια — ἠρύγγιον neut nom/voc/acc pl …
7κροκοδίλεον — κορκοδίλεον, τὸ (Α) [κροκόδιλος] το ποώδες φυτό ηρύγγιον το παράλιον …
8μώλυ — μῶλυ, τὸ (Α) 1. μυθικό φυτό με μαύρη ρίζα και λευκό άνθος, το οποίο έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα ως αντιφάρμακο κατά τής μαγικής τέχνης τής Κίρκης 2. το φυτό κρόμμυον το μέλαν 3. το φυτό πήγανον ή άρμαλα, το οποίο αναπτυσσόταν, κυρίως, στην… …
9παπαδίτσα — η [παπάς / παπάδες] 1. κοινή ονομασία τού είδους ποώδους φυτού ηρύγγιον το τρισακτιδωτόν 2. ζωολ. α) κοινή ονομασία τού πτηνού αιγίθαλος β) γενική ονομασία μικρόσωμων ευκίνητων ωδικών πτηνών τού γένους parus, τα οποία αναζητούν την τροφή τους… …
10φειδάγκαθο — το, Ν κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φ(ε)ίδι + αγκάθι. Πρόκειται για διαλ. ον. τού φυτού ηρύγγιον το αρουραίον] …
- 1
- 2