ἠπιόχειρ

  • 1ηπιόχειρ — ἠπιόχειρ, ὁ, ἡ και ἠπιόχειρος, ον (Α) αυτός, τού οποίου το χέρι χαρίζει κατευνασμό και γαλήνη («ἠπιόχειρ Ἀπόλλων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + χειρ] …

    Dictionary of Greek

  • 2ἠπιόχειρα — ἠπιόχειρ with soothing hand masc/fem acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… …

    Dictionary of Greek

  • 4ηπιόχειρος — ἠπιόχειρος, ον (Α) ο ηπιόχειρ …

    Dictionary of Greek

  • 5χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …

    Dictionary of Greek