ἠπειρ-ώτης

  • 1Πελασγιώτης — ὁ, θηλ. Πελασγιῶτις, ώτιδος, Α 1. το θηλ. ἡ Πελασγιῶτις μια από τις τέσσερεις περιοχές ή τετραρχίες στις οποίες χωριζόταν η Θεσσαλία κατά τους ιστορικούς χρόνους και η οποία περιλάμβανε την πεδιάδα τής Λάρισας μέχρι τον Παγασητικό Κόλπο 2. ο… …

    Dictionary of Greek

  • 2Πηλουσιώτης — ὁ, ΜΑ αυτός που κατοικούσε στο Πηλούσιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πηλούσιον + κατάλ. ώτης (πρβλ. Ηπειρ ώτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 3παραλιώτης — ὁ, Α ο κάτοικος παραθαλάσσιας περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραλία + κατάλ. ώτης (πρβλ. ηπειρ ώτης)] …

    Dictionary of Greek