ἠπειρώτης
1Ἠπειρώτης — masc nom sg …
2ἠπειρώτης — landsman masc nom sg …
3ηπειρώτης — ο, θηλ. ηπειρώτις και ηπειρώτισσα (AM ἠπειρώτης, θηλ. ἠπειρῶτις) 1. ο χερσαίος, ο στεριανός, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό 2. ο κάτοικος ηπειρωτικής περιοχής, σε αντιδιαστολή με τον νησιώτη («τοὺς νησιώτας δασμολογεῑν... τους δ ἠπειρώτας δι… …
4ηπειρώτης — ο 1. στεριανός. 2. ως κύρ. όν., Ηπειρώτης, ο θηλ. Ηπειρώτισσα κάτοικος της Ηπείρου ή αυτός που κατάγεται από την Ήπειρο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Σερδάρης, Διαμαντής — Ηπειρώτης οπλαρχηγός του 1821. Αρχικά, υπηρέτησε ως τζοχαντάρης στην Αυλή του Αλή Πασά και έπειτα διακρίθηκε ως αρματολός στη Θεσσαλία. Διωγμένος από το Γιουσούφ Αράπη, πήγε στο βιλαέτι της Ρούμελης και από κει πέρασε στη Βλαχία, όπου, με την… …
6Σκουφάς, Νικόλαος — Ηπειρώτης Φιλικός (Κομπότι, Άρτα 1779 Κωνσταντινούπολη 1819). Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην Άρτα, όπου άσκησε για ένα διάστημα το βιοτέχνη των σκούφων (απ’ όπου και το επώνυμο του). Το 1813 ο Σ. βρίσκεται στη Ρωσία· στην Οδησσό ξαναρχίζει το… …
7Τζιάκαλος — Ηπειρώτης αρματολός και κλέφτης, που έζησε στα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αι. Επικεφαλής σώματος Αλβανών, ως αρματολός συγκρούστηκε στις 12 Απριλίου του 1728 στο χωριό Βατσινιά των Τρικάλων με το αντάρτικο σώμα του Μπουκουβάλα, τον… …
8Τουρτούρης, Γεώργιος — Ηπειρώτης, μυστικοσύμβουλος του Αλή πασά. Αναφέρεται ωστόσο και ως έμπορος στη Βενετία και υποστηρικτής του Αγώνα, παρά τη μεγάλη ηλικία του …
9Ἠπειρωτέων — Ἠπειρώτης masc gen pl (epic ionic) …
10ἠπειρωτέων — ἠπειρώτης landsman masc gen pl (epic ionic) …