ἠπειρώτης
41Τσακάλωφ, Αθανάσιος — (Ιωάννινα μετά το 1790 – Μόσχα 1851). Ηπειρώτης Φιλικός. Νέος, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να καταφύγει στον πατέρα του, στη Ρωσία, απ’ όπου στάλθηκε (το 1814;) για σπουδές στο Παρίσι. Τον επόμενο χρόνο ωστόσο αφήνει τη… …
42Τσάμηδες — Ονομασία των κατοίκων της Τσαμουριάς. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι Έλληνες χριστιανοί, που μιλάνε όμως διαφορετική γλώσσα από τους άλλους Ηπειρώτες και οι υπόλοιποι είναι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι με αλβανική εθνική συνείδηση και με γλώσσα που …
43Ψαλίδας, Αθανάσιος — (Ιωάννινα 1767 – Λευκάδα 1829). Δάσκαλος του Γένους. Από παλαιά και εύπορη ηπειρωτική οικογένεια, ο Ψ. έμαθε τα πρώτα και τα εγκύκλια γράμματα στα Ιωάννινα και αργότερα (μετά το 1785) στη Νίζνα και στην Πολτάβα της Ρωσίας, όπου ήταν εγκατεστημένα …
44ἠπειρωτίδων — ἠπειρω̱τίδων , ἠπειρώτης landsman fem gen pl ἠπειρῶτις landsman fem gen pl …
45ἠπειρῶται — ἠπειρόω to make into mainland pres subj mp 3rd sg ἠπειρόω to make into mainland pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἠπειρώτης landsman masc nom/voc pl …
46ἠπειρώτην — ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 3rd dual (attic epic doric ionic aeolic) ἠπειρόω to make into mainland imperf ind act 3rd dual (doric aeolic) ἠπειρόω to make into mainland imperf ind act 3rd dual (doric aeolic) ἠπειρώτης landsman masc …
47ἠπειρώτιδα — ἠπειρώ̱τιδα , ἠπειρώτης landsman fem acc sg ἠπειρῶτις landsman fem acc sg …
48ἠπειρώτιδας — ἠπειρώ̱τιδας , ἠπειρώτης landsman fem acc pl ἠπειρῶτις landsman fem acc pl …
49ἠπειρώτιδες — ἠπειρώ̱τιδες , ἠπειρώτης landsman fem nom/voc pl ἠπειρῶτις landsman fem nom/voc pl …
50ἠπειρώτιδι — ἠπειρώ̱τιδι , ἠπειρώτης landsman fem dat sg ἠπειρῶτις landsman fem dat sg …