ἠπειρώτης

  • 31Βάγιας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Οπλαρχηγός, Ηπειρώτης στην καταγωγή. Αναδείχθηκε σε στρατηγό και έλαβε μέρος στην άμυνα του πολιορκημένου Μεσολογγίου. Μετά την Έξοδο πολέμησε υπό τις διαταγές του Καραϊσκάκη σε πολλά πεδία μαχών της… …

    Dictionary of Greek

  • 32Βελή πασάς — (1773 – 1822).Δευτερότοκος γιος του Αλή πασά Ιωαννίνων, από την πρώτη του γυναίκα Εμινέ. Νυμφεύτηκε την κόρη του Ισμαήλ πασά του Βερατίου Ζεϊβενιέ, από την oποία απέκτησε τρία παιδιά. To 1801 κινήθηκε κατά του πεθερού του Ισμαήλ, που υποστήριξε… …

    Dictionary of Greek

  • 33Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …

    Dictionary of Greek

  • 34Ζαρνικιώτης, Γιάννης — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Κλεφταρματολός από την Ήπειρο. Άντρες του Αλή πασά τον συνέλαβαν και στη συνέχεια τον θανάτωσαν. Πολλά δημοτικά τραγούδια της εποχής αναφέρονται στη ζωή και στα ανδραγαθήματά του. Σύμφωνα με μερικές πληροφορίες, ο Ζ …

    Dictionary of Greek

  • 35Θαρύπας — (; – 390 π.Χ.). Βασιλιάς των Μολοσσών της Ηπείρου (430 390 π.Χ.). Εξάπλωσε την κυριαρχία των Μολοσσών σε ολόκληρη την Ήπειρο και δημιούργησε, υπό την ηγεσία του, την ομοσπονδία των φυλών της περιοχής. Η πληροφορία του Θουκυδίδη ότι ο Θ. είχε… …

    Dictionary of Greek

  • 36Μοσχόπολη — Οικισμός της Αλβανίας, στη Βόρεια Ήπειρο κοντά στην Κορυτσά, σε υψόμετρο 1.240 μ. Αρχικά ονομαζόταν Βοσκόπολη, επειδή πολλοί κάτοικοί της ήταν προβατοβοσκοί. Η ονομασία Μ. οφείλεται σε πατριάρχη των Ιεροσολύμων, που αποκάλεσε έτσι τη Βοσκόπολη,… …

    Dictionary of Greek

  • 37Πελοπίδας — I (περ. 420 π.Χ. – 364 π.Χ.). Θηβαίος πολιτικός και στρατηγός, γιος του Ιπποκλή (ενός από τους πλουσιότερους Θηβαίους της εποχής) και φίλος του Επαμεινώνδα. Μετά την κατάληψη της Καδμείας (ακρόπολης των Θηβών) από τους Σπαρτιάτες (382 π.Χ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 38Πεντεδέκας, Κωνσταντίνος — (Ιωάννινα τέλη 18ου αι. – Ναύπλιο 1833). Ηπειρώτης έμπορος και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Σπούδασε στη γενέτειρά του και στη Μολδαβία, όπου και εγκαταστάθηκε τελικά, για να επιδοθεί στο εμπόριο. Το 1816, όταν βρισκόταν στη Μόσχα, μυήθηκε στη… …

    Dictionary of Greek

  • 39Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …

    Dictionary of Greek

  • 40Τζημούρης, Αθανάσιος — (Καλαρρύτες; – Ζάκυνθος 1823). Ηπειρώτης χρυσικός. Τα χρόνια της ακμής του συμπίπτουν με τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου και τις πρώτες του 19ου αι. Το 1821, όταν καταστράφηκε το χωριό του, οι Καλαρρύτες, κατά τις συγκρούσεις των αυτοκρατορικών …

    Dictionary of Greek