ἠπειρώτης
21Ἠπειρώτου — Ἠπειρώτης masc gen sg …
22ἠπειρώτου — ἠπειρώτης landsman masc gen sg …
23Ἠπειρώτῃ — Ἠπειρώτης masc dat sg (attic epic ionic) …
24ἠπειρώτῃ — ἠπειρώτης landsman masc dat sg (attic epic ionic) …
25Ἠπειρώτας — Ἠπειρώτᾱς , Ἠπειρώτης masc acc pl Ἠπειρώτᾱς , Ἠπειρώτης masc nom sg (epic doric aeolic) …
26ἠπειρώτας — ἠπειρώτᾱς , ἠπειρώτης landsman masc acc pl ἠπειρώτᾱς , ἠπειρώτης landsman masc nom sg (epic doric aeolic) …
27Philagrius of Epirus — (Greek:Φιλάγριος Ηπειρώτης) a Greek medical writer, born in Epirus, lived after Galen and before Oreibasius, and therefore probably in the 3rd century AD. According to Suidas he was a pupil of a physician named Naumachius, and practised his… …
28ήπειρος — Εκτεταμένο τμήμα ξηράς. Διακρίνεται από τα νησιά λόγω της μεγαλύτερης έκτασής του, ενώ χωρίζεται με τους ωκεανούς από τις άλλες η. Οι καθαυτό ή., με την ορθή έννοια του όρου, είναι τέσσερις: η ΑρχαίαΕυρασιατοαφρικανική ή., που σχηματίζεται από… …
29ηπειρωτικός — ή, ό (AM ἠπειρωτικός, ή, όν) [ηπειρώτης] 1. αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε μεγάλη έκταση γης, σε αντιδιαστολή με τα νησιά (α. «ηπειρωτική Ευρώπη» β. «ἠπειρωτικά ἔθνη καρπουμένους», Ξεν.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή… …
30συνηπειρώτης — ὁ, Α αυτός που είναι επίσης χερσαίος, που είναι κι αυτός στεριανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἠπειρώτης «χερσαίος, στεριανός»] …