ἠπίαλος
1ηπίαλος — ἠπίαλος, ό (Α) 1. υψηλός πυρετός με ρίγη, με κρυάδες 2. το ρίγος πριν από την εκδήλωση τού πυρετού 3. ο ηπιάλης, ο εφιάλτης 4. φρ. «αηδόνων ηπίαλος» ποιητής που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπιος +… …
2ἠπίαλος — ague masc nom sg …
3ἠπιάλοις — ἠπίαλος ague masc dat pl …
4ἠπιάλου — ἠπίαλος ague masc gen sg …
5ἠπιάλους — ἠπίαλος ague masc acc pl …
6ἠπιάλων — ἠπίαλος ague masc gen pl …
7ἠπιάλῳ — ἠπίαλος ague masc dat sg …
8ἠπίαλοι — ἠπίαλος ague masc nom/voc pl …
9ἠπίαλον — ἠπίαλος ague masc acc sg …
10εφιάλτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Αλωάδες, που αποπειράθηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, να βάλουν το όρος Πήλιο πάνω στην Όσσα, για να εξισώσουν το ύψος των δύο βουνών με τον Όλυμπο, ώστε να εκθρονίσουν από εκεί τους θεούς. Κατά τη διάρκεια όμως …
- 1
- 2