ἠμὲν
31νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …
32συνανεπάημεν — συνανεπά̱ημεν , σύν , ἀνά , ἐπί ἄημι va´ti imperf ind act 1st pl (epic doric aeolic) σύν , ἀνά , ἐπί ἄημι va´ti pres ind act 1st pl (epic doric aeolic) σύν , ἀνά , ἐπί ἄημι va´ti imperf ind act 1st pl (epic doric aeolic) …
33es- — es English meaning: to be Deutsche Übersetzung: ‘sein” Note: Root es : “to be” derived from Root eĝ , eĝ(h)om, eĝō : “I” [O.Ind. ásmi “I am” = ahám (*eĝ(h)om) “I”] Grammatical information: copula and verb substantive;… …