ἠμί
91ημίκλαστος — η, ο (Α ἡμίκλαστος, ον) νεοελλ. φρ. (για φύλλο χαρτιού) «αναφορά εις ημίκλαστον» αναφορά γραμμένη σε φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα δύο, τσακισμένο στη μέση αρχ. τεθλασμένος, τσακισμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κλαστος (< κλω), πρβλ …
92ημίκλεις — ἡμίκλεις, ὁ, ἡ (Μ) (για πύλες πόλης, φρουρίου κ.λπ.) ημίκλειστος, μισοκλεισμένος ή φαινομενικά κλειστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κλεις (< κλείω), πρβλ. αντί κλεις, κατά κλεις] …
93ημίκλινον — ἡμίκλινον, τὸ (Α) επιγρ. μικρό κρεβάτι, κλίνη μικρών διαστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κλινον (< κλίνη), πρβλ. μονό κλινον, τρί κλινον] …
94ημίκομβος — το ναυτ. παλαιά μονάδα ίση με μισό μίλι για τη μέτρηση θαλάσσιων αποστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. deminœuds < demi «ημι » + nœuds «κόμβοι». Η λ. στον πληθ. ημικόμβια μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον… …
95ημίκορος — ἡμίκορος, ὁ (Α) ἡμικόριον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κόρος «μέτρο χωρητικότητας»] …
96ημίκουρος — ἡμίκουρος, ον (Α) πάπ. κουρεμένος εν μέρει ή κακώς, μισοκουρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφί κουρος, νεό κουρος] …
97ημίκραιρα — ἡμίκραιρα, ἡ (Α) 1. το μισό τού κεφαλιού ή τού προσώπου 2. ημικρανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + κραίρα «κεφαλή»] …
98ημίκρανον — ἡμίκρανον, τὸ (AM) βλ. ημίκραιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κρανον (< *κρανον < κρανίον), πρβλ. δί κρανον, κιονό κρανον] …
99ημίκυνες — ἡμίκυνες, οἱ (AM) μσν. (στον εν. αριθ.) ὁ ἡμικύων (ως βρισιά) σκυλί αρχ. αυτοί που είναι κατά το ήμισυ σκύλοι, ονομασία ενός μυθικού έθνους, στον Ησίοδ., αλλού ονομάζονται κυνοκέφαλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κύνες «σκυλιά»] …
100ημίκυπρον — ἡμίκυπρον, τὸ (Α) 1. είδος μέτρου 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἥμισυς μέδιμνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + κύπρος (μέτρο σιτηρών)] …