ἠμί

  • 81ημίζωος — ἡμίζωος, ον (Α) μισοζωντανός, μόλις ζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ζωος (< ζωή), πρβλ. αεί ζωος, πολύ ζωος] …

    Dictionary of Greek

  • 82ημίζως — ἡμίζως, ὁ (Α) ἡμίζωος, μισοζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ζως (< ζωή), πρβλ. αυτό ζως, δί ζως] …

    Dictionary of Greek

  • 83ημίθαλπτος — ἡμίθαλπτος, ον (Α) μισοβρασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θάλπω] …

    Dictionary of Greek

  • 84ημίθεος — Μυθολογικός όρος.Αυτός που ο ένας από τους γεννήτορές του είναι θεός και o άλλος θνητός. Έτσι ονομάζονταν στην ελληνική μυθολογία καθώς και στις μυθολογικές παραδόσεις άλλων λαών οι ήρωες που πραγματοποίησαν άθλους ανώτερους από το κοινό μέτρο,… …

    Dictionary of Greek

  • 85ημίθηλυς — ἡμίθηλυς, υ (AM) αυτός που είναι κατά το ήμισυ θήλυς, ο ερμαφρόδιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θήλυς] …

    Dictionary of Greek

  • 86ημίθηρ — ἡμίθηρ, ὁ (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θηρ «θηρίο»] …

    Dictionary of Greek

  • 87ημίθραυστος — η, ο (Α ἡμίθραυστος, ον) κατά το ήμισυ σπασμένος, μισοσπασμένος, μισορραγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θραυστος (< θραύω), πρβλ. ά θραυστος, εύ θραυστος] …

    Dictionary of Greek

  • 88ημίκαυστος — και ημίκαυτος, η, ο (Α ἡμίκαυστος και ἡμίκαυτος, ον) μισοκαμένος, εν μέρει ή κατά το ήμισυ καμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + καυ(σ)τος (< καίω), πρβλ. ά καυ(σ)τος, πυρί καυ (σ)τος] …

    Dictionary of Greek

  • 89ημίκεντρος — ἡμίκεντρος, ον (Α) αυτός που κείται μεταξύ δύο κύριων σημείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κεντρος (< κέ ντρον), πρβλ. από κεντρος, ομό κεντρος] …

    Dictionary of Greek

  • 90ημίκερκος — ἡμίκερκος, ον (AM) αυτός που έχει μισή ουρά, ο κολοβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κέρκος, η, «ουρά ζώου»] …

    Dictionary of Greek