ἠμί

  • 71ημίγαμος — ἡμίγαμος, ον (Α) (για γυναίκες) η κατά το ήμισυ ύπανδρη, αυτή που ο γάμος της δεν έγινε κατά τους νόμους, μισοπαντρεμένη, παλλακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γαμος (< γάμος), πρβλ. ά γαμος, έγ γαμος] …

    Dictionary of Greek

  • 72ημίγοργο — το μουσ. σημείο χρονικής αγωγής τής βυζαντινής μουσικής που ενεργεί επί το ταχύτερο κατά τον κοινώς λεγόμενο διπλό χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γοργο] …

    Dictionary of Greek

  • 73ημίγραφος — ἡμίγραφος, ον (Α) ο μισογραμμένος, ο γραμμένος κατά το ήμισυ ή εν μέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γραφος (< γράφω ή γραφή), πρβλ. αυτό γραφος, χειρό γραφος] …

    Dictionary of Greek

  • 74ημίγυνος — ἡμίγυνος, ον (Α) ἡμιγύναιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γυνος (< γυνή), πρβλ. ανδρό γυνος, φιλό γυνος] …

    Dictionary of Greek

  • 75ημίδεσμος — ο 1. ψευδόδεσμος που χρησιμοποιείται για την ταχύτερη πρόσδεση τού άκρου ενός καλωδίου σε ένα στερεό αντικείμενο 2. ναυτ. ναυτικός κόμβος που σχηματίζεται στην άκρη ενός σχοινιού με σκοπό τη γρήγορη κατασκευή μιας πρόχειρης θηλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 76ημίδραχμον — ἡμίδραχμον, τὸ (Α) 1. μισή δραχμή 2. σταθμική μονάδα για φάρμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δραχμον (< δραχμή), πρβλ. δί δραχμον, τρί δραχμον] …

    Dictionary of Greek

  • 77ημίειλος — ἡμίειλος, ον (η γρφ ημίηλος εσφ.) (Α) ο εκτεθειμένος κατά το ήμισυ στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ειλος (< εἵλη «ηλιακή θερμότητα», πρβλ. εύ ειλος, πρόσ ειλος] …

    Dictionary of Greek

  • 78ημίεκτον — ἡμίεκτον και ἡμιέκτεων και ἡμιεκτέον και ἡμιέκτειον, το (Α) 1. μισός εκτεύς* 2. αγγείο που περιέχει μισόν εκτέα 3. φρ. «ἡμίεκτον χρυσοῡ» οκτώ οβολοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εκτον (< εκτεύς «έκτο μέρος τού μεδίμνου»), πρβλ. αμφί εκτον] …

    Dictionary of Greek

  • 79ημίεργος — ἡμίεργος, ον (Α) ημιέργαστος, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εργος (< έργον), πρβλ. ά εργος, περί εργος] …

    Dictionary of Greek

  • 80ημίεφθος — ἡμίεφθος, ον (Α) 1. μισοβρασμένος 2. (σε κωμική έκφρ., για τον Εμπεδοκλή που ρίχθηκε στον κρατήρα τής Αίτνας) μισό ψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εφθός «ψητός» (< έψω «βράζω, ψήνω»)] …

    Dictionary of Greek