ἠμί
61ηλεκτροφαής — ἠλεκτροφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει όπως το ήλεκτρο («τὰς ἠλεκτροφαεῑς αὐγάς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + φαης (< φάος, το), πρβλ. ημι φαής, παμ φαής] …
62ημίαλφα — ἡμίαλφα, τὸ (Α) μισό άλφα, είδος μουσικού σημείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + άλφα] …
63ημίαμβος — ἡμίαμβος, ὁ (AM) ήμισυς ίαμβος, ο τελευταίος μετρικός πους καταληκτικού ιαμβικού κώλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ίαμβος] …
64ημίανδρος — ἡμίανδρος, ό (AM) αυτός που είναι κατά το ήμισυ άντρας, ευνούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ανδρος (< ανήρ, ανδρός), πρβλ. άν ανδρος, φίλ ανδρος] …
65ημίαργο — το σημείο χρονικής αγωγής τής βυζαντινής μουσικής, κατά το οποίο ο χρόνος παρατείνεται στο διπλάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + αργό] …
66ημίβιος — ἡμίβιος, ον (Α) μισοζωντανός, ημιθανής, μισοπεθαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βιος (< βίος), πρβλ. αμφί βιος, έμ βιος] …
67ημίβραχυς — υ (Α ἡμίβραχυς, εία, υ) 1. (στην προσωδία) βραχύς κατά το ήμισυ 2. το ουδ. ως ουσ. το ημίβραχυ το τρίτο κατά σειρά σημείο διάρκειας τής αναλογικής σημειογραφίας που αντιστοιχεί σε δύο βραχέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βραχύς] …
68ημίβροτος — ἡμίβροτος, ον (Α) κατά το ήμισυ άνθρωπος, ημιάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βροτός «θνητός»] …
69ημίβροχος — ἡμίβροχος, ον (Α) βλ. ημιβραχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βροχος (< βροχή ή βρέχω), πρβλ. αδιά βροχος, αλί βροχος] …
70ημίβρωτος — ἡμίβρωτος, ον (Α) φαγωμένος κατά το ήμισυ, μισοφαγωμένος («χῆνας ἡμιβρώτους ἔπεμπε», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βρωτός (< βιβρώ κω), πρβλ. ορνεό βρωτος, φθειρό βρωτος] …