ἠμί
131ημίσικλον — ἡμίσικλον και ἡμισίκλιον, τὸ (Α) μισός σίκλος, είδος αρχαίου νομίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σίκλος «μονάδα βάρους νομισματική μονάδα»] …
132ημίσκουτον — ἡμίσκουτον, τὸ (Α) μισή σκούτα*, μισή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σκούτα (< λατ. scutum «ασπίδα»)] …