ἠμί

  • 121ημίπτωτος — η, ο (Α ἡμίπτωτος, ον) μισοπεσμένος, μισογκρεμισμένος, μισοερειπωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πτωτος (< πίπτω), πρβλ. έκ πτωτος, ομοιό πτωτος] …

    Dictionary of Greek

  • 122ημίπυρος — ἡμίπυρος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ, ο εν μέρει, ο ατελώς πύρινος («ἡμίπυρος σελήνη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πυρος (< πυρ), πρβλ. διά πυρος, ολό πυρος] …

    Dictionary of Greek

  • 123ημίρραμφος — ο ζωολ. γένος αθερινόμορφων ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemiramphus < hemi (πρβλ. ημι ) + rhamphus (πρβλ. ράμφος)] …

    Dictionary of Greek

  • 124ημίρρευστος — η, ο σχεδόν ρευστός, παχύρρευστος, πυκνόρρευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ρευστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφόρο Θεοτόκη] …

    Dictionary of Greek

  • 125ημίρρυπος — ἡμίρρυπος, ον (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ λερωμένος, που δεν είναι εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον εἴριον» μισοπλυμένο μαλλί, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ρύπος «βρομιά»] …

    Dictionary of Greek

  • 126ημίσβεστος — η, ο μισοσβησμένος, όχι εντελώς σβησμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σβεστος (< σβέννυ μι «σβήνω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 127ημίσικλον — ἡμίσικλον και ἡμισίκλιον, τὸ (Α) μισός σίκλος, είδος αρχαίου νομίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σίκλος «μονάδα βάρους νομισματική μονάδα»] …

    Dictionary of Greek

  • 128ημίσκουτον — ἡμίσκουτον, τὸ (Α) μισή σκούτα*, μισή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σκούτα (< λατ. scutum «ασπίδα»)] …

    Dictionary of Greek