ἠμί

  • 111ημίοπος — ἡμίοπος, ον (Α) 1. (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, ατελής («ἡμίοποι αὐλοί» με τρεις μόνο τρύπες, Ανακρ.) 2. μτφ. ατελές, μικρό πράγμα 3. (κατά τον Γαλ.) «ἡμίοπον ἥμισυ»· [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οπος < οπή (πρβλ. πολύ οπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 112ημίοπτος — ἡμίοπτος, ον (Α) μισοψημένος, ατελώς ψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οπτός «ψημένος»] …

    Dictionary of Greek

  • 113ημίπαυση — η μικρό διάλειμμα για ανάπαυση τών γυμναζομένων, στο μέσο τών ασκήσεων ή τών στρατιωτικών γυμνασίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + παύση (< παύω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 114ημίπεπτος — ἡμίπεπτος, ον (Α) 1. κατά το ήμισυ ώριμος, μισογινωμένος 2. μισοχωνεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πεπτος < πέσσω, πρβλ. ά πεπτος, εύ πεπτος] …

    Dictionary of Greek

  • 115ημίπλαστος — ἡμίπλαστος, ον (Α) αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ πλαστος, πρωτό πλαστος] …

    Dictionary of Greek

  • 116ημίπλευρος — ον ἡμίπλευρος (Α) κομμένος σε δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλευρος < πλευρά (πρβλ. ά πλευρος, ισό πλευρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 117ημίπλεως — ἡμίπλεως, ων (Α) κατά το ήμισυ πλήρης, μισογεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλεως (< πίμπλημι), πρβλ. έμ πλεως, υπέρ πλεως] …

    Dictionary of Greek

  • 118ημίπληκτος — η, ο αυτός που έχει υποστεί ημιπληγία («ήτο ημίπληκτος, παθούσα προ μηνών εκ μερικής παραλυσίας», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πληκτος (< πλήσσω «χτυπώ»), πρβλ. έκ πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] …

    Dictionary of Greek

  • 119ημίπνους — ἡμίπνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που μόλις αναπνέει, ο μισοζώντανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πνους (< πνοή), πρβλ. ηδύ πνους, σύμ πνους] …

    Dictionary of Greek

  • 120ημίπολον — ἡμίπολον, το (Α) (κατά τον Ησύχ.) το μισό τού πόλου, το ημισφαίριο τού ουρανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πόλος «ουρανός»] …

    Dictionary of Greek