ἠμί

  • 101ημίκωλα — ἡμίκωλα, τά (Μ) τα οπίσθια, οι γλουτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κώλον «οπίσθια»] …

    Dictionary of Greek

  • 102ημίκωον — ἡμίκωον, τὸ (Α) το μισό του κωου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κῴον «μέτρο για το κρασί»] …

    Dictionary of Greek

  • 103ημίλεκτος — ἡμίλεκτος, ον (Μ) αυτός που ελέχθη κατά το ήμισυ, μισοειπωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λεκτός (< λέγω)] …

    Dictionary of Greek

  • 104ημίλουτος — ἡμίλουτος, ον (Α) ατελώς λουσμένος, μισολουσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λούω] …

    Dictionary of Greek

  • 105ημίμιτρον — ἡμίμιτρον,τό (Α) μισή μίτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μίτρα «ζώνη πολεμιστών»] …

    Dictionary of Greek

  • 106ημίναυλον — ἡμίναυλον, το (Α) πάπ. μισός ναύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ναύλος] …

    Dictionary of Greek

  • 107ημίνηρος — ἡμίνηρος, ον (Α) 1. κατά το ήμισυ πρόσφατος, όχι εντελώς πρόσφατος 2. (για ψάρια) μισοαλατισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + νηρός «δροσερός (για ψάρια)»] …

    Dictionary of Greek

  • 108ημίξεστον — ἡμίξεστον, τὸ (Α) (είδος μέτρου) μισός ξέστης, κοτύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ξέστης «μέτρο υγρών και στερεών»] …

    Dictionary of Greek

  • 109ημίονος — Βλ. λ.μουλάρι. * * * ο, η (AM ἡμίονος, Α αιολ. τ. αἰμίονος) αυτός που είναι κατά το ήμισυ όνος, ο γεννημένος από όνο και άλογο, το μουλάρι αρχ. 1. μτφ. αυτός που ανήκει σε δύο διαφορετικές εθνικότητες («ἡμίονος βασιλεύς» βασιλιάς κατά το ήμισυ… …

    Dictionary of Greek

  • 110ημίοπλος — ἡμίοπλος, ον (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ οπλισμένος, όχι πλήρως οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οπλος (< όπλον), πρβλ. ά οπλος, έν οπλος] …

    Dictionary of Greek