ἠλυγαῖος
1ηλυγαίος — ἠλυγαῑος, α, ον (Α) [ηλύγη] σκιερός, σκοτεινός …
2ἠλυγαία — ἠλυγαίᾱ , ἠλυγαῖος shadowy fem nom/voc/acc dual ἠλυγαίᾱ , ἠλυγαῖος shadowy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3ηλύγη — ἠλύγη, ἡ (Α) 1. η σκιά 2. φρ. «δίκης ἠλύγη» οι περιπλοκές τής δίκης ή τα σκοτεινά σημεία τής δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με το επίθ. λῡγαῖος «σκιώδης» οφείλεται μάλλον σε λαϊκή παρετυμολογία τών Αρχαίων, δεδομένου ότι, εκτός… …