ἠλιϑίως

  • 1ἠλιθίως — ἠλίθιος idle adverbial ἠλίθιος idle masc acc pl (doric) ἠλιθιόω make foolish imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἠλιθιόω make foolish imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ηλίθιος — ια, ιο (AM ἠλίθιος, ία, ον, Α και δωρ. τ. ἀλίθιος, ία, ον) ανόητος, μωρός, βλάκας αρχ. 1. μάταιος, ανωφελής, μηδαμινός, άσκοπος («βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 2. (για νεκρούς) αυτός που δεν έχει αισθήσεις, ο αναίσθητος 3. φρ. «ἠλίθιον ἔστι»… …

    Dictionary of Greek