ἠλιτο-εργός
1ηλιτοεργός — ἠλιτοεργός, ov (Α) αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιτο (βλ. λ. ηλιτόμηνος) + εργος (< έργον), πρβλ. ά εργος, άν εργος] …
1ηλιτοεργός — ἠλιτοεργός, ov (Α) αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιτο (βλ. λ. ηλιτόμηνος) + εργος (< έργον), πρβλ. ά εργος, άν εργος] …